- σκίφος
- -εος, τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. ξίφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιφός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] … Dictionary of Greek
σκίφος — ξίφος sword neut nom/voc/acc sg (aeolic) σκίφος sword neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιφούς — σκιφός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
σκίφη — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκίφη fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
κίφος — κίφος, τὸ (Α) (μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκίφος με απώλεια τού σ (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σκίφη — και σκιφία, ἡ, Α [σκιφός] φιλαργυρία, τσιγκουνιά … Dictionary of Greek
σκιφίζω — Α [σκίφος] (δωρ. τ.) ξιφίζω … Dictionary of Greek